προεπιχέω

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπιχέω Medium diacritics: προεπιχέω Low diacritics: προεπιχέω Capitals: ΠΡΟΕΠΙΧΕΩ
Transliteration A: proepichéō Transliteration B: proepicheō Transliteration C: proepicheo Beta Code: proepixe/w

English (LSJ)

v. προσεπιχέω.

Greek (Liddell-Scott)

προεπιχέω: ἐπιχέω πρότερον, Γαλην. VI, 375Ε.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω προηγουμένως υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐπιχέω «χύνω υγρό πάνω σε κάτι»].