προθύτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ου, Aeol. προθύτας, ὁ, one who offers προθύματα, τῶν τᾶς πόλιος εἱρῶν IG 12(2).484.25 (Hiera); of the priest of a θίασος, BCH24.386 (Bithynia, iii A.D.).
Greek Monolingual
και αιολ. τ. προθύτας, ὁ, Α προθύω
1. άτομο που προσέφερε προθύματα
2. τίτλος ιερέα ενός θρησκευτικού συλλόγου.