προπόρφυρος

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπόρφῠρος Medium diacritics: προπόρφυρος Low diacritics: προπόρφυρος Capitals: ΠΡΟΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: propórphyros Transliteration B: proporphyros Transliteration C: proporfyros Beta Code: propo/rfuros

English (LSJ)

προπόρφυρον, purple-edged, δελματικομαφόρτης POxy.1273.16 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πόρφυρος (< πορφύρα)].