προσανάκλισις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, leaning or lying against, Luc.Am.31.
German (Pape)
[Seite 749] ἡ, das Anlehnen od. Anliegen woran, Luc. Amor. 31.
Russian (Dvoretsky)
προσανάκλῐσις: εως ἡ возлежание, т. е. отдых Luc.
Greek (Liddell-Scott)
προσανάκλῐσις: ἡ, τὸ μέρος ἔνθα προσανακλίνεταί τις, ἔνθ’ ἡ Φαίδρου προσανάκλησις ἦν, ἔνθα προσανεκλίθη ὁ Φαῖδρος, Λουκ. Ἔρωτες 31.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α προσανακλίνω
η ενέργεια του προσανακλίνομαι, η στήριξη πάνω σε κάτι ή, κατ' άλλους, το μέρος όπου στηρίζεται κανείς («πλατάνιστον... ἔνθ' ἡ Φαίδρου προσανάκλισις ἦν», Λουκιαν.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσανάκλισις -εως, ἡ [προσανακλίνω] het leunen tegen:. ἔνθ’ ἡ Φαίδρου προσανάκλισις ἦν waar Phaedrus tegen aanleunde [Luc.] 49.31.