προσδεῖ

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

German (Pape)

[Seite 755] impers. zu προσδέομαι, es ist noch dazu nöthig, es fehlt noch dazu, τινί τινος; λύπης τί προσδεῖ σε, Eur. Herc. Fur. 90 (v. l. προσδεῖς); Thuc. 1, 68. 3, 13; εἴ τινος ἔτι προσδεῖ τῇ ξυγκράσει, Plat. Phil. 64 b; Rep. VI, 504 c u. öfter; οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι, Conv. 205 a; Xen. An. 3, 2, 34; προσδεῖ ἀνδρῶν ἡμῖν, Cyr. 2, 1, 7, u. öfter; Dem. unterscheidet es von ἐνδεῖ, wenn er sagt οὐδενὸς ὑμῖν προσδεῖ πόρου, εἰ δὲ μή, προσδεῖ, μᾶλλον δ' ἅπαντος ἐνδεῖ τοῦ πόρου, 1, 19; Sp., wie Pol., ὑμῖν ὑπομνήσεως μόνον, παρακλήσεως δ' οὐ προσδεῖ 3, 109, 7; auch τοῦτο προσδεῖ λόγου, 3, 58, 1.

French (Bailly abrégé)

impers.
v. προσδέω².

Greek Monotonic

προσδεῖ: βλ. προσδέω Β.

Russian (Dvoretsky)

προσδεῖ: impers. к προσδέω II.

Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)

there is further need of (see also: προσδέω)