προσδόκητος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
German (Pape)
[Seite 756] erwartet, Aesch. Prom. 937.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attendu.
Étymologie: προσδοκάω.
Russian (Dvoretsky)
προσδόκητος: ожидаемый, предполагаемый: πάντα προσδόκητά μοι Aesch. я всего ожидаю (от Зевса).