προσεπισφραγίζομαι
English (LSJ)
set one's seal to a thing besides, testify besides, τι εἶναι D.Ep.4.3; τι S.E.M.9.192, Aristid.Or.36(48).106.
German (Pape)
[Seite 761] noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προσεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαθὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.
French (Bailly abrégé)
ratifier de son sceau ; ratifier en gén.
Étymologie: πρός, ἐπισφραγίζω.
Russian (Dvoretsky)
προσεπισφρᾱγίζομαι: досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεπισφρᾱγίζομαι: ἀποθ., ἐπισφραγίζω, ἐπιμαρτυρῶ προσέτι, τι εἶναι Δημ. 1487. 3, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 194, Ἀριστείδ. 2. 301.
Greek Monolingual
Α ἐπισφραγίζω
βεβαιώνω επίσης με τη σφραγίδα μου, επιβεβαιώνω κάτι επί πλέον.
Greek Monotonic
προσεπισφρᾱγίζομαι: αποθ., βάζω επιπλέον τη σφραγίδα κάποιου σ' ένα πράγμα, μαρτυρώ επιπλέον, προεπισφραγίζομαί τι εἶναι, σε Δημ.
Middle Liddell
Dep. to set one's seal to a thing besides, to testify besides, πρ. τι εἶναι Dem.