προσιτέον
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
(πρόσειμι (εἶμι ibo)) one must go to or approach, Pl.Tht. 179d, X.Cyn.10.21, etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσιτέον, adj. verb. van 2. πρόσειμι, er moet gegaan worden naar; abs. overdr.. προσιτέον... ἐγγυτέρω we moeten het nader onderzoeken Plat. Tht. 179d.
Russian (Dvoretsky)
προσῐτέον: adj. verb. к πρόσειμι II.
Greek (Liddell-Scott)
προσῐτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πρόσειμι (εἶμι, ibo), δεῖ προσιέναι, Πλάτ. Θεαίτ. 179D, Ξεν. Κυν. 10. 21. ― Ἴδε Κόντον εἰς Ἀθηνᾶς τόμ. ΙϚ΄ σ. 483.
Greek Monotonic
προσῐτέον: ρημ. επίθ. του πρόσειμι (εἶμι ibo), πρέπει να προσέλθουμε ή να πλησιάσουμε, σε Ξεν.