προσκατασπώ

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

-άω, Α
1. (κυρίως για πλοίο) σύρω προς τα κάτω, από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («ναῦς προσκατασπάσαντας αὑτοῖς ἀποστεῖλαι», Πολ.)
2. παθ. προσκατασπῶμαι, -άομαι
(για εμετό) εξάγομαι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατασπῶ «σύρω προς τα κάτω, σύρω από την ξηρά στη θάλασσα»].