προσκλείω

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλείω Medium diacritics: προσκλείω Low diacritics: προσκλείω Capitals: ΠΡΟΣΚΛΕΙΩ
Transliteration A: proskleíō Transliteration B: proskleiō Transliteration C: proskleio Beta Code: prosklei/w

English (LSJ)

= accludo, Glossaria; in Dor. form ποτικλάιγω (προσκεφᾰλ-κλᾴγω or προσκεφᾰλ-κλᾱΐγω), adjoin, Tab.Heracl.2.69,107

Greek (Liddell-Scott)

προσκλείω: κλείω πρός τι, Ἰουστῖν. Μάρτ. ΙΙ. ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5775 69, 107) ἀπαντᾷ τὸ Σικελ. Δωρ. ῥῆμα ποτικλαίγω, ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, προσκλείομαι ἢ περιορίζομαι, ἴδε Herwerden Lex. Gr. Suppl.

Greek Monolingual

Α
κλείω, περιορίζω.