προσπελάτης

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπελάτης Medium diacritics: προσπελάτης Low diacritics: προσπελάτης Capitals: ΠΡΟΣΠΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: prospelátēs Transliteration B: prospelatēs Transliteration C: prospelatis Beta Code: prospela/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, = πελάτης, Theopomp.Hist.39 (b).

German (Pape)

[Seite 777] ὁ, = πελάτης, Ath. VI, 271 d, aus Theopomp.

Greek (Liddell-Scott)

προσπελάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = πελάτης, Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπάσμ. 41.

Greek Monolingual

ὁ, Α πελάτης
εργάτης ή δουλοπάροικος, σε αντιδιαστολή προς τον δούλο, που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς του κυρίου του καρπούμενος ένα μέρος της σοδειάς.