προσπηχύνομαι
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
Med., take in one's arms or embrace besides, Call. Jov.46; also ποτιπηχύνομαι, Rhian.72.3 (tm.).
German (Pape)
[Seite 777] noch dazu umarmen; Callim. Iov. 46; ποτιπηχ., Rhian.
Russian (Dvoretsky)
προσπηχύνομαι: дор. ποτιπηχύνομαι (ῠ) обхватывать, обнимать (χέρεσσίν τινα Anth. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
προσπηχύνομαι: (πηχύνω), λαμβάνω εἰς τὰς ἀγκάλας μου ἢ ἐναγκαλίζομαι προσέτι, Καλλ. εἰς Δία 46˙ Δωρ. ποτιπηχ-, Ριαν. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτιπηχύνομαι Α
αγκαλιάζω κάποιον ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + πηχύνομαι «πιάνω με την παλάμη»].