προστυπής

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστῠπής Medium diacritics: προστυπής Low diacritics: προστυπής Capitals: ΠΡΟΣΤΥΠΗΣ
Transliteration A: prostypḗs Transliteration B: prostypēs Transliteration C: prostypis Beta Code: prostuph/s

English (LSJ)

προστυπές, adherent, ὑμένες Archig. ap. Gal.8.91, cf. Sor.2.41, Gal.14.710: c. dat., Ruf.Anat.4; θρόνῳ π. J.AJ3.6.5; cf. πρόστυπος.

Greek Monolingual

-ές, Α προστύπτω
αυτός που είναι προσκολλημένος σε κάτι («προστυπεῖς ὑμένες», Γαλ.).