προσχόω
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
v. προσχώννυμι.
German (Pape)
[Seite 789] altes praes. statt προσχώννυμι, προσεχοῦτο Thuc. 2, 75, προσχοῖ 2, 102. altes praes. statt προσχώννυμι, προσεχοῦτο Thuc. 2, 75, προσχοῖ 2, 102.
French (Bailly abrégé)
προσχῶ :
c. προσχώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
προσχόω: Thuc., Arst. = προσχώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
προσχόω: ἀρχαῖος ἐνεστ. ἀντὶ προσχώννυμι, ὅπερ ἴδε.
Greek Monotonic
προσχόω: αρχ. ενεστ. του προσχώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-χόω [~ προσχέω] indic. praes. 3 sing. προσχοῖ door aanslibbing vormen:; τῶν γὰρ ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν van de rivieren die deze gebieden door aanslibbing vormen Hdt. 2.10.2; abs.. ὁ ποταμὸς προσχοῖ de rivier zorgt voor aanslibbing Thuc. 2.102.3. met aarde opvullen, indammen:. τὸν πρὸς μεσαμβρίης ἀγκῶνα προσχώσαντα door een dam had hij de zuidelijke arm laten ontstaan Hdt. 2.99.2.
Lexicon Thucydideum
limum aggerere, to heap up mud, 2.102.3,
PASS. 2.75.4,
qua agger adstruebatur, where an embankment was being built up.