προσωρεύω
From LSJ
English (LSJ)
heap up before, App.BC1.69 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 790] vorn, voran, vorher häufen, σῖτος ἦν προσεσωρευμένος, Appian.
Greek (Liddell-Scott)
προσωρεύω: ἐπισωρεύω ἔμπροσθεν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 69.
Greek Monolingual
Α σωρεύω
επισωρεύω κάτι από μπροστά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-σωρεύω opstapelen, bewaren.