German (Pape)
[Seite 790] compar. von πρόσω, weiter, adv. προσωτέρω, c. gen., Her. 4, 16; τὸ προσωτέρω, 1, 105. 3, 45. 5, 10. 8, 122; εἰπρ. ἄπεισιν, Xen. Mem. 4, 3, 8. S. auch oben πρόσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσώτερος en προσωτέρω comp. van πόρρω.