πρώων
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
-ονος, ὁ, Epic lengthd. form for πρών.
German (Pape)
[Seite 807] ονος, ὁ, ep. gedehnt aus πρών, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ώονος (ὁ) :
c. πρών.
Russian (Dvoretsky)
πρώων: πρώονος ὁ Hom. = πρών.
Greek (Liddell-Scott)
πρώων: -ονος, ὁ, Ἐπικ. κατ’ ἐπέκτασιν τύπος τοῦ πρών, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Α
(επικ. εκτεταμένος τ.) βλ. πρών.