πτήν

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτήν Medium diacritics: πτήν Low diacritics: πτην Capitals: ΠΤΗΝ
Transliteration A: ptḗn Transliteration B: ptēn Transliteration C: ptin Beta Code: pth/n

English (LSJ)

πτηνός, ὁ, ἡ, winged, Hdn. Gr. in An.Ox. 3.243, EM 694.7.

Greek (Liddell-Scott)

πτήν: πτηνός, ὁ, ἡ, ὁ πτῆναι δυνάμενος, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 3. 2436, Ἐτυμολ. Μέγ. 694, 7: πρβλ. ἀπτήν.

Greek Monolingual

πτηνός, ὁ, Α πτηνός
αυτός που μπορεί να πετά, ο φτερωτός.