πταισματοδικείο
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
το, Ν
1. (πολ. δίκ.) πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδικάσεως πταισμάτων
2. (κατ' επέκτ.) το οίκημα όπου στεγάζεται το παραπάνω δικαστήριο και οι σχετικές υπηρεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πταισματοδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].