πτερόφυτος
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
English (LSJ)
πτερόφυτον, = πτεροφυής, Sch.Ar.Eq.1341.
German (Pape)
[Seite 809] = πτεροφυής, Schol. Ar. Equ. 1341.
Greek (Liddell-Scott)
πτερόφυτος: -ον, = πτεροφυής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1341· ἴδε ἐν λέξ.
Greek Monolingual
-ον, Α
πτεροφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτός (< φύομαι), πρβλ ελαιό-φυτος].