πτῆξις
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
-εως, ἡ, (πτήσσω) terror, Aq., Sm., Thd.Pr.18.7.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, das Schrecken, Erschrecken, Arist. Mrab. 157.
Russian (Dvoretsky)
πτῆξις: εως ἡ страх, испуг (Arst. - v.l. к πῆξις).
Greek (Liddell-Scott)
πτῆξις: ἡ, (πτήσσω) φόβος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. π. Θαυμασ., Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ., κλπ.