πυκνοέθειρος

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

German (Pape)

[Seite 815] = πυκνόθριξ, Tzetz. PH. 471.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνοέθειρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Τζέτζ. Μεθ’ Ὁμ. 471.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πυκνόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -έθειρος (< ἔθειραι «μαλλιά, χαίτη»), πρβλ. χρυσοέθειρος].