πυκνογόνατος
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
πυκνογόνατον, (γόνυ ΙΙ) with frequent knots or joints, Dsc.1.18, al.
German (Pape)
[Seite 815] mit dichtstehenden Keimen, Knoten, Gelenken, Diosc.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτά) αυτός που έχει πυκνά γόνατα, δηλ. πολλούς αλλεπάλληλους κόμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + γόνυ, γόνατος (πρβλ. πολυγόνατος)].