πυκνογόνατος

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνογόνᾰτος Medium diacritics: πυκνογόνατος Low diacritics: πυκνογόνατος Capitals: ΠΥΚΝΟΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: pyknogónatos Transliteration B: pyknogonatos Transliteration C: pyknogonatos Beta Code: puknogo/natos

English (LSJ)

πυκνογόνατον, (γόνυ ΙΙ) with frequent knots or joints, Dsc.1.18, al.

German (Pape)

[Seite 815] mit dichtstehenden Keimen, Knoten, Gelenken, Diosc.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός που έχει πυκνά γόνατα, δηλ. πολλούς αλλεπάλληλους κόμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + γόνυ, γόνατος (πρβλ. πολυγόνατος)].