πυκνοπλοώ

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
ταξιδεύω συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + -πλοῶ (< -πλόος / -πλοῦς < πλέω), πρβλ. νυκτοπλοῶ].