εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
-έω, Αταξιδεύω συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + -πλοῶ (< -πλόος / -πλοῦς < πλέω), πρβλ. νυκτοπλοῶ].