πυκταλίζω
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
= πυκταλεύω, πυκτεύω (box, spar, strike with the fist, fight, practise boxing), Anacr.62.4.
German (Pape)
[Seite 816] = πυκτεύω, Anacr. bei E. M., von πύκταλος, was aber nicht vorkommt. Vgl. ἁρπαλίζω, δαμαλίζω.
Greek Monolingual
Α
πυκτεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύκτης + εκφρ. κατάλ. -αλ-ίζω, πιθ. κατά τα: ἁρπαλίζω, δαμαλίζω.
Russian (Dvoretsky)
πυκτᾰλίζω: Anacr. = πυκτεύω.