πυργοδόμος
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
πυργοδόμον, building towers, κιθάρη Nonn. D. 5.67; μόσχος ib.44.41.
German (Pape)
[Seite 820] Thürme erbauend, Nonn. D. 5, 67.
Greek (Liddell-Scott)
πυργοδόμος: -ον, ὁ οἰκοδομῶν πύργους, ἐπὶ τῆς κιθάρας τοῦ Ἀμφίονος, Νόνν. Δ. 5. 67., 44. 41.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που οικοδομεί πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -δόμος (< δέμω «χτίζω»), πρβλ. οικοδόμος.