πυσματικός
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
πυσματική, πυσματικόν, interrogative, A.D.Synt.72.23, al.; χρεῖαι Hermog.Prog.3; σχῆμα Tib.Fig.13, S.E.M.1.315: τὰ πυσματικά = interrogative particles, EM67.6; distinguished from πευστικά, ib.759.29. Adv. πυσματικῶς = in interrogative form A.D.Pron.27.16, Sch.S.OC3.
German (Pape)
[Seite 826] zur Frage gehörig, fragweise; φωνή, Fragwort, S. Emp. adv. gramm. 315, u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πυσμᾰτικός: вопросительный: φωνὴ πυσματική Sext. вопросительное слово.
Greek (Liddell-Scott)
πυσμᾰτικός: -ή, -όν, ἐρωτηματικός, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 315, Ἀπολλών. π. Συντ. 72· τὰ -κὰ μόρια ἐρώτησιν ἐκφέροντα, Ἐτυμολ. Μέγ. Ἐπίρρ. πυσματικῶς = ἐρωτηματικῶς, Ἀπολλώνιος Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 293C, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πύσμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πύσμα, ερωτηματικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πυσματικά
ερωτηματικά μόρια.
επίρρ...
πυσματικῶς Α
με πυσματικό τρόπο, ερωτηματικά.
Translations
interrogative
Arabic: اِسْتِفْهَامِيّ; Belarusian: пытальны, запытальны; Bulgarian: въпросителен; Catalan: interrogatiu; Czech: tázací; Dutch: vragend; Finnish: interrogatiivinen; French: interrogatif; Galician: interrogativo; German: Frage-, interrogativ, fragend; Greek: ερωτηματικός; Ancient Greek: ἐρωτηματικός, πυσματικός; Hungarian: kérdő; Italian: interrogativo; Latin: interrogativus; Maori: tūpātai, kupu pātai; Old English: āxiġendlīċ; Polish: pytający; Portuguese: interrogativo; Russian: вопросительный; Spanish: interrogativo; Tagalog: patanong; Ukrainian: питальний, запитальний; Vietnamese: nghi vấn