πύσμα
English (LSJ)
πύσματος, τό, (πυνθάνομαι)
A question, Ph.1.99, al., Plu.2.408c (pl.): distinguished from ἐρώτημα, as requiring an explanatory answer, and not merely assent or dissent, S.E.P.1.189, Alex.Fig.1.23, Anon.Fig. 18p.179S.
II interrogative particle, A.D.Synt.307.12, al.
German (Pape)
[Seite 826] τό, das Erfragte, die Frage; Plut. de Pyth. or. 28; vgl. S. Emp. adv. log. 2, 71.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
interrogation.
Étymologie: πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
πύσμα: πύσματος τό πυνθάνομαι
1 вопрос Plut., Sext.;
2 грам. вопросительная частица.
Greek (Liddell-Scott)
πύσμα: τό, (πυνθάνομαι) ἐρώτησις δεομένη ἁπλῆς καὶ συντόμου ἀποκρίσεως, Πλούτ. 2. 408C· διάφορον τοῦ ἐρώτημα, καθ’ ὅσον ἀπαιτεῖ ἀπόκρισιν μετὰ προσθέτου ἐξηγήσεως καὶ οὐχὶ μόνον κατάφασιν ἢ ἄρνησιν, ἴδε Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 189· «πύσμα δέ ἐστι, πρὸς ὃ διεξοδικῶς ἀπαντῆσαι δεῖ καὶ διὰ πλειόνων» Ἀλέξανδρος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσ: (Walz) τ. 8. σ. 455, 704. ΙΙ. ἐρωτηματικὸν μόριον Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 304.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α
1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση
2. ερωτηματικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πυθ-σμα < θ. πυθ- του πυ-ν-θάνομαι + επίθημα -σμα (πρβλ. πεῖσμα)].