ραβδονόμος

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κρατά και κινεί ράβδο, ραβδοφόρος
2. (για τους Ρωμαίους) αυτός που κρατά δέσμη ράβδων με πέλεκυ στη μέση, ο ραβδούχος
3. (για άρχοντα) αυτός που φέρει ράβδο ως ένδειξη της εξουσίας που έχει, όπως λ.χ. ήταν ο δικαστής ή ο κριτής ενός αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -νόμος].