ρετάλι

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

και ρετάλιο, το, Ν
1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα
2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιοςκάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους»)
3. φρ. «τον έκανε ρετάλι» — τον καταντρόπιασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ritaglio].