ρητινοφόρος
From LSJ
Greek Monolingual
-ο, Ν
1. (για δέντρο) αυτός που περιέχει ή παράγει ρητίνη
2. (για φυτικό κύτταρο) αυτός που εγκλείει ρητίνη
3. φρ. α) «ρητινοφόρα δέντρα» ή, απλώς, «ρητινοφόρα»
βοτ. δασικά δέντρα τα οποία ανήκουν στα γυμνόσπερμα και που το ξύλο τους περιέχει ρητίνες
β) «ρητινοφόρος αγωγός»
βοτ. μακρύς κοίλος σωλήνας που διατρέχει κατά μήκος το δευτερογενές ξύλωμα και τα φύλλα πολλών γυμνοσπέρμων και ο οποίος περιέχει ρητίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + -φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].