ριζίας

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από ρίζα φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα -ίας (πρβλ. ἀκανθίας)].