ριζαλγία

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

και ριζιδαλγία, η, Ν
ιατρ. νευραλγία που προκαλείται από ερεθισμό της οπίσθιας ρίζας ενός ή περισσότερων νωτιαίων νεύρων, η οποία γίνεται αισθητή στα δερμοτόμια που αντιστοιχούν στις πάσχουσες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. radiculalgie (< λατ. radicula, υποκορ. του radix, -icis «ρίζα» + -αλγία)].