ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
-η, -ο, Νροδοστεφανωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στεφανώνω (πρβλ. δαφνοστεφάνωτος)].