ρουζ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. καλλυντική πούδρα ή κρέμα χρησιμοποιούμενη για τον τονισμό του ροδαλού χρώματος επιλεγμένων περιοχών του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rouge < λατ. rubeus «ερυθρός»].