ρυγχοπίθηκος
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. δενδρόβιος ασιατικός κατάρρινος πίθηκος που απαντά στα ελώδη μαγκρόβια δάση της Βόρνεο και που κύριο χαρακτηριστικό του είναι το μακρύ και κρεμαστό σαν προβοσκίδα ρύγχος του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του διεθνούς επιστημ. νεολατ. όρου Nasalis larvatus].