ρυστήρ

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

(I)
-ῆρος, ὁ, Α
1. (κατά τον Φώτ.) «ῥυστῆρας, και βρυτῆρας
τὰς ἡνίας»
2. πιθ. κοτύλη αρδευτικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυ- του ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα -τήρ. Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. ῥυστάζω)].
(II)
-ῆρος, ὁ, Α
(σπάν. τ.) βλ. ῥυτήρ (ΙΙ).