ρωμαϊκός

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ρωμαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ Ῥώμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους (α. «ρωμαϊκή αυτοκρατορία» β. «ρωμαϊκός πολιτισμός»)
νεοελλ.
φρ. «ρωμαϊκό δίκαιο»
(νομ.) η νομοθεσία που ίσχυε στη Ρώμη από την ίδρυσή της, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έως την πτώση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους τον 5ο μ.Χ. αιώνα, καθώς και στο Βυζαντινό Κράτος ώς τη διάλυσή του το 1453, ιδίως όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Ιουστινιανό κ.ά. Βυζαντινούς αυτοκράτορες'