Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρωμαϊκός

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111

Greek Monolingual

-ή, -ό / ρωμαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ Ῥώμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους (α. «ρωμαϊκή αυτοκρατορία» β. «ρωμαϊκός πολιτισμός»)
νεοελλ.
φρ. «ρωμαϊκό δίκαιο»
(νομ.) η νομοθεσία που ίσχυε στη Ρώμη από την ίδρυσή της, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έως την πτώση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους τον 5ο μ.Χ. αιώνα, καθώς και στο Βυζαντινό Κράτος ώς τη διάλυσή του το 1453, ιδίως όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Ιουστινιανό κ.ά. Βυζαντινούς αυτοκράτορες'