σαγάπηνον
From LSJ
English (LSJ)
τό, a plant, prob. Ferula persica, Gal.12.117; also its gum, Dsc.3.80, 81; and as adjective, ὀπὸς σαγαπηνός Gal. l.c., 13.567:—hence σαγαπηνίζω, smell or taste like it, Id.14.55.
German (Pape)
[Seite 857] τό, der gummiartige, mit Arznei gebrauchte Saft einer Doldenpflanze, sagapenum, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγάπηνον: τό, φυτόν τι, πιθαν. Ferula Persica, Γαλην.· ὡσαύτως τὸ κόμμι αὐτοῦ, Διοσκ. 3. 95 καὶ 85· καὶ ὡς ἐπίθ., ὀπὸς σαγαπηνὸς Γαλην.· - ἐντεῦθεν σαγᾰπηνίζω, ἔχω ὀσμὴν ἢ γεῦσιν ὁμοίαν πρὸς τὸ σαγάπηνον, ὁ αὐτ.