σαλπάρισμα

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

το, Ν σαλπάρω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαλπάρω, η ανέλκυση της άγκυρας του πλοίου από τον βυθό
2. (κατ' επέκτ.) α) απόπλους, αναχώρηση του πλοίου
β) το να ξεκινάει κανείς για ταξίδι με πλοίο.