σβεστός
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
σβεστή, σβεστόν, quenched, extinguished, Nonn. D. 28.189.
Greek (Liddell-Scott)
σβεστός: -ή, -όν, ὁ σβεννύμενος, σβεσθείς, Νόνν. Δ. 28. 189.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σβεστός, -ή, -όν, ΝΜ
σβηστός.
επίρρ...
σβεστά Ν
1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ
2. φρ. «σβεστά έλκε»
ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του σβέννυμι + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].