οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
η / σειρίασις, -άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α σειριῶ
βαριά μορφή ηλίασης
νεοελλ.
1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο
2. (για ζώο) απότομη εξάντληση.