σηποποιός
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Full diacritics: σηποποιός | Medium diacritics: σηποποιός | Low diacritics: σηποποιός | Capitals: ΣΗΠΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: sēpopoiós | Transliteration B: sēpopoios | Transliteration C: sipopoios | Beta Code: shpopoio/s |
σηποποιόν, = σηπτικός, Alex.Aphr.Pr.1.66.
[Seite 875] faul machend, wie σηπτικός, Medic.
σηποποιός: -όν, = σηπτικός, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 66.
-όν, Α
αυτός που προκαλεί σήψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήπη «σήψη, σαπίλα» + -ποιός].