σηποποιός

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηποποιός Medium diacritics: σηποποιός Low diacritics: σηποποιός Capitals: ΣΗΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sēpopoiós Transliteration B: sēpopoios Transliteration C: sipopoios Beta Code: shpopoio/s

English (LSJ)

σηποποιόν, = σηπτικός, Alex.Aphr.Pr.1.66.

German (Pape)

[Seite 875] faul machend, wie σηπτικός, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σηποποιός: -όν, = σηπτικός, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 66.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που προκαλεί σήψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήπη «σήψη, σαπίλα» + -ποιός].