σηράγγιον
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
τό, Dim. of σῆραγξ, a place in the Piraeus, where was a bath, Ar.Fr.122, Lys.Fr.17 S., Is.6.33, Alciphr.3.43.
German (Pape)
[Seite 876] τό, dim. von σῆραγξ. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
σηράγγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σῆραγξ, τόπος ἐν Πειραιεῖ ἔνθα ὑπῆρχε βαλανεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 173, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσαῖ. 59. 30, πρβλ. Bergler εἰς Ἀλκίφρ. 3. 40 (ἔνθα σηραγγεῖον), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σῆραγξ, -αγγος]
υποκορ. ονομασία σπηλαίου στον Πειραιά, όπου υπήρχε βαλανείο.