σιγέρπης
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
σιγέρπου, ὁ, (ἕρπω) one that steals silently to a place, Call.Epigr. 45.6 (cj. Bentl., for σειγάρνης cod. Pal., cf. σιγέρπης· λαθροδάκτης, Hsch.).
German (Pape)
[Seite 878] ὁ, der still Heranschleichende, Callim. 6 (XII, 139).
Russian (Dvoretsky)
σῑγέρπης: молча вползающий, т. е. вкрадчивый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγέρπης: -ου, ὁ, (ἕρπω) ὁ ἐν σιγῇ πλησιάζων πρός τινα τόπον, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 45. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγέρπης· λαθροδάκτης)».
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που προσέρχεται σε έναν τόπο κρυφά και σιωπηλά σαν κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖγα + -έρπης (< ἕρπω)].