σιγέρπης

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγέρπης Medium diacritics: σιγέρπης Low diacritics: σιγέρπης Capitals: ΣΙΓΕΡΠΗΣ
Transliteration A: sigérpēs Transliteration B: sigerpēs Transliteration C: sigerpis Beta Code: sige/rphs

English (LSJ)

σιγέρπου, ὁ, (ἕρπω) one that steals silently to a place, Call.Epigr. 45.6 (cj. Bentl., for σειγάρνης cod. Pal., cf. σιγέρπης· λαθροδάκτης, Hsch.).

German (Pape)

[Seite 878] ὁ, der still Heranschleichende, Callim. 6 (XII, 139).

Russian (Dvoretsky)

σῑγέρπης: молча вползающий, т. е. вкрадчивый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγέρπης: -ου, ὁ, (ἕρπω) ὁ ἐν σιγῇ πλησιάζων πρός τινα τόπον, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 45. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγέρπης· λαθροδάκτης)».

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που προσέρχεται σε έναν τόπο κρυφά και σιωπηλά σαν κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖγα + -έρπης (< ἕρπω)].