σκαντζίκι

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

Greek Monolingual

και σκαντσίκι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού σκάνδιξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκάνδιξ, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. σκανδίκιον].