οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
και σκαντσίκι, το, Νβοτ. κοινή ονομασία του φυτού σκάνδιξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκάνδιξ, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. σκανδίκιον].