σκιαδίσκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, Dim. of σκιάδειον, πάϊς Κύκης.. σ. φορεῖ γυναιξὶν αὔτως Anacr.21.13.
German (Pape)
[Seite 897] ἡ, = σκιάδειον, Anacr. 66, 11.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾰδίσκη: ἡ [demin. к σκιάς зонт (для защиты от солнца) Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾰδίσκη: ἡ, ἴδε σκιάδειον.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(υποκορ. τ.) μικρό σκιάδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά / σκιάς, -άδος + επίθημα -ίσκη (πρβλ. παιδίσκη)].