σκληρόπετσος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σκληρό δέρμα
2. (κυρίως μτφ.) α) αυτός που διακρίνεται για τα σκληρά του αισθήματα, άσπλαχνος, ανάλγητος
β) σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις κακουχίες και στον σωματικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτσα (πρβλ. χοντρόπετσος)].