σκορπιόδηκτος
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
English (LSJ)
σκορπιόδηκτον, stung by a scorpion, Dsc.1.4 codd. (σκορπιόπληκτος Wellm., cf. cap.6), Gp.12.13.6.
German (Pape)
[Seite 904] vom Skorpion gebissen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπιόδηκτος: -ον, ὁ ὑπὸ σκορπίου δηχθείς, Διοσκ. 1. 4, Γεωπ. 12. 13, 6.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που τον δάγκωσε το έντομο σκορπιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. οφιόδηκτος].