ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: σκῠβᾰλισμα | Medium diacritics: σκυβάλισμα | Low diacritics: σκυβάλισμα | Capitals: ΣΚΥΒΑΛΙΣΜΑ |
Transliteration A: skybálisma | Transliteration B: skybalisma | Transliteration C: skyvalisma | Beta Code: skuba/lisma |
-ατος, τό, = σκύβαλον, Ps.-Phoc. 156.
[Seite 906] τό, = σκύβαλον, Phocyl. 144.
σκῠβάλισμα: [ᾰ], τό, = σκύβαλον, Ψευδο-Φωκυλ. 144.